οδηγέτης

οδηγέτης
ο (Μ ὁδηγέτης) οδηγός, οδηγητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + ἡγέτης (πρβλ. ιππηγέτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁδηγέτης — ὁδηγετέω lead imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδηγετώ — (Μ ὁδηγετῶ, έω) [οδηγέτης] οδηγώ …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”